δρεμόνι

δρεμόνι
και δριμόνι και δρομόνι, το [δέρμα]
κόσκινο με μεγάλες τρύπες για το καθάρισμα τών δημητριακών καρπών από ξένες ουσίες, αρολόγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρεμονίζω — κοσκινίζω τα δημητριακά με το δρεμόνι …   Dictionary of Greek

  • δριμόνι — το βλ. δρεμόνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”